- συνεκβεβιωκέναι
- σύν , ἐκ-βιόωliveperf inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκβιώ — όω, Α ζω μέχρι τέλους με κάποιον ή με κάτι («τῷ συνεκβεβιωκέναι τῇ λύπῃ», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβιῶ «ζω μέχρι τέλους, πεθαίνω»] … Dictionary of Greek